Η αγορά ηλεκτρισμού συνίσταται σήμερα από τον ανταγωνιστικό τομέα που είναι η παραγωγή ηλεκτρισμού και η προμήθεια, δηλαδή οι πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, και τον μονοπωλιακό τομέα, που είναι τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Παρόλο που η αγορά έχει ελευθεροποιηθεί από το 2004, η ΑΗΚ εξακολουθεί να έχει τη δεσπόζουσα θέση και να κατέχει σχεδόν το 100% της αγοράς σε όλους τους τομείς. Οι κυριότεροι λόγοι που εμποδίζουν την ανάπτυξη ανταγωνιστικής αγοράς είναι:
(α) Η μέχρι σήμερα έλλειψη σαφών και απλών κανόνων αγοράς, που θα καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και θα καθιστούν ελκυστική τη δυνατότητα παραγωγής και τον ακριβή υπολογισμό του κόστους παραγωγής.
(β) Το ακριβό καύσιμο σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στην έλευση φθηνότερου καυσίμου όπως το φυσικό αέριο, που αναμένεται ότι θα μειώσει το κόστος παραγωγής.
(γ) Οι υψηλές επενδύσεις που απαιτούνται.
(δ) Η δυσκολία για διείσδυση στην αγορά για την εξασφάλιση του απαιτούμενου ελάχιστου αριθμού πελατών για να είναι βιώσιμη η επένδυση.
(ε) Το μικρό μέγεθος της αγοράς και η μη διασύνδεση του συστήματος μεταφοράς με άλλες χώρες, δηλαδή το μικρό και απομονωμένο σύστημα της Κύπρου.
Για τον πρώτο λόγο γίνονται τελευταία σοβαρές προσπάθειες από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) για εισαγωγή αναθεωρημένου σχεδίου για την εισαγωγή νέων Ρυθμίσεων και Κανόνων Αγοράς Ηλεκτρισμού.
Σε αρχικό στάδιο εισάγεται ουσιαστική απελευθέρωση του Τομέα της Παραγωγής με την υιοθέτηση ενός συστήματος προημερήσιας αγοράς, όπου οι Παραγωγοί όλων των τεχνολογιών θα καταθέτουν την προηγούμενη μέρα προσφορές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για την επόμενη μέρα. Οι μονάδες θα εντάσσονται στο σύστημα παραγωγής κατά αύξουσα τιμή προσφοράς και θα αμείβονται με βάση τη τιμή που πρόσφεραν και όχι με τη μέγιστη τιμή προσφοράς της πιο ακριβής μονάδας, που είναι εντεταγμένη στο σύστημα, όπως προβλέπεται στην υπό διαβούλευση πρόταση. Το δίκτυο που είναι φυσικό μονοπώλιο παραμένει στη δικαιοδοσία του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς και της ΑΗΚ, που είναι ο διαχειριστής συστήματος διανομής, όπως προβλέπεται και στην πρόταση.
Ωστόσο η προμήθεια παραμένει σε αυτό το στάδιο στην ΑΗΚ, δηλαδή στην ΑΗΚ – προμήθεια μετά τον διαχωρισμό δραστηριοτήτων της. Με αυτόν τον τρόπο επιπρόσθετα από τα τέλη χρήσης δικτύου και οι διατιμήσεις παραμένουν κάτω από τη δικαιοδοσία της ΡΑΕΚ. Με αυστηρό έλεγχο των δαπανών της ΑΗΚ και την ισχυρή και αποτελεσματική ρύθμιση των τελών και των διατιμήσεων, οι τιμές για τον καταναλωτή θα είναι στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτό θα συμβαίνει γιατί με την εφαρμογή αυτής της πρότασης θα διοχετεύεται ενέργεια στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, επειδή η ΑΗΚ θα υποχρεούται να αγοράζει την ενέργεια από τρίτους όταν το κόστος τους θα είναι χαμηλότερο από το δικό της κόστος παραγωγής.
Τελικά αυτό και σε συνδυασμό με τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα θα επιφέρουν μείωση των τιμών ηλεκτρισμού προς τον καταναλωτή. Εξάλλου το μοντέλο αυτό εισάγει τον ανταγωνισμό γιατί δίνει κίνητρα για νέες επενδύσεις που θα επιτρέψουν την είσοδο νέων ανεξάρτητων παραγωγών κυρίως από φωτοβολταϊκά συστήματα και ιδιωτών επενδυτών για παραγωγή από συμβατικές μονάδες, που το κόστος παραγωγής τους είναι χαμηλότερο από τις υφιστάμενες μονάδες και κυρίως γιατί ξεπερνιέται το εμπόδιο της δυσκολίας στη διείσδυση της αγοράς της προμήθειας, γεγονός που ήταν μέχρι σήμερα αποτρεπτικό και ένας από τους λόγους της μη έλευσης του ανταγωνισμού.